ΠΑΡΑΔΟΣΗ - ΘΡΥΛΟΣ –
ΙΣΤΟΡΙΑ
“Αναζητώντας τις Ρίζες
μας”
Πώς - Πότε - Γιατί:
ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΑΛΙΩΤΗ
Εκείνο το βράδυ του 1949—50 ήταν από τα χειρότερα
του χειμώνα. Τη βροχή που έπεφτε από το πρωί είχε διαδεχθεί το χιόνι ενώ ό
βοριάς εξακολουθούσε να φυσά με μανία. Τα πάντα είχαν παγώσει και τίποτα το
ζωντανό δεν κυκλοφορούσε. Καθισμένοι με τον παππού μου στο παραγώνι
προσπαθούσαμε να ζεστάνουμε τα ξυλιασμένα μας χέρια. Το τρεμάμενο φως του
λυχναριού προσπαθούσε με τη βοήθεια της φωτιάς να διαπεράσει το σκοτάδι και να
φωτίσει τα πρόσωπα μας·
-"Ε παππού1, νυστάξαμε, κοντεύουμε να
κοιμηθούμε, δεν θα πούμε τίποτα απόψε; Άλλα, ρε παππού... μεγάλωσα πια, είμαι 10
χρονών, δε θέλω παραμύθια για δράκους, νεράιδες και βασιλοπούλες, θέλω κάτι
άλλα, αλλά μήπως ξέρω και εγώ τι θέλω. Πες κάτι έτσι για να περάσει ή ώρα.
-Το ξέρω παιδί μου, άρχισε να μού λέει με τη
ζεστή πάντα φωνή του, ότι μεγάλωσες, γι' αυτό απόψε δε θα σού ειπώ παραμύθι άλλα
μια ιστορία. Είναι ή ιστορία πού άκουσα και εγώ από τον παππού μου όταν ήμουν
στην ηλικία σου, πριν από 70 τόσα χρόνια. "Ήμουν και εγώ βλέπεις, όπως και εσύ
το πρωτεγγόνι του. Θα ήθελα μόνο να την προσέξεις και να την ειπείς και συ
κάποτε στα παιδιά και τα εγγόνια σου. Απόψε λοιπόν θα σού ειπώ για τους
Μπαλιωταίους. Θα έχεις ακούσει από τον πατέρα σου ή από τους άλλους παππούληδες
σου ότι πριν το επώνυμο μας ήταν Σαγιάς. Απόψε θα μάθεις πώς, πότε και για
ποιους λόγους ό Σαγιάς έγινε Μπαλιώτης.
«Πριν από πολλά χρόνια, άρχισε να λέει ό παππούς
μου, και μάλιστα πριν την επανάσταση του 1821 ζούσε ό Σαγιάς. Είχε γεννηθεί όπως
λένε πριν το 1800 στην Αχαγιά της Πάτρας. Ό πατέρας του ήταν από τους ξακουστούς
κλέφτες της εποχής του άλλα τον σκότωσαν οι Τούρκοι την περίοδο του χαλασμού των
Κλεφτών του Μωριά. "Έτσι ό Σαγιάς από μικρός πήρε τ' άρματα του πατέρα του και
ορκίσθηκε πάνω στο άψυχο κουφάρι του ν' αγωνισθεί για του Χριστού την πίστη και
για τη λευτεριά της Πατρίδας του. Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821
κατατάχθηκε στα παλικάρια ενός από τους Καπετάνιους της περιοχής πού ζούσε.
»Εδώ θα πρέπει να με συμπαθάς πού δε θυμάμαι το όνομα εκείνου του
καπετάνιου. Θέλεις ό χρόνος πού πέρασε από τότε πού άκουσα αυτή την ιστορία,
θέλεις τα γεράματα, ήταν ή αιτία να ξεχάσω το άνομα του. "Όταν εσύ μεγαλώσεις
διάβασης και σπουδάσεις ίσως μάθεις πώς τον έλεγαν εκείνο τον Καπετάνιο.
Στην Επανάσταση του 1821 ό Σαγιάς πολέμησε τους
Τούρκους σε πολλά μέρη του Μωριά. Τον αγάπησε για την παλικαριά του και ό
Κολοκοτρώνης και οι άλλοι Οπλαρχηγοί άλλα πολύ περισσότερο ό καπετάνιος του ό
οποίος όχι μόνο τον έκανε πρωτοπαλίκαρο του άλλα του έδωσε και για γυναίκα του
την αδελφή του Άσήμω.
"Όλα πήγαιναν καλά καθώς τα χρόνια περνούσαν και
ό Σαγιάς έβλεπε τα παιδικά του όνειρα να πραγματοποιούνται. "Έβλεπε τη λευτεριά
της Ελλάδας να πλησιάζει γι' αυτό και πολεμούσε και ήταν έτοιμος να δώσει και τη
ζωή του ακόμη. Όλα αυτά όμως μέχρι πού ήρθε στο Μωριά ό Μπραΐμης. Τότε τα
πράγματα έγιναν δύσκολα και δυσκόλεψαν ακόμα μετά τη μάχη στο Μανιάκι και την
πτώση του Μεσολογγίου. Τα ασκέρια του Μπραΐμη δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο Μωριά.
Ή Επανάσταση είχε σχεδόν τελειώσει. Φόβος και τρόμος παντού. Μα το χειρότερο από
όλα ήταν ή προσπάθεια των Τούρκων να προσκυνήσουν οι ραγιάδες. Είναι αλήθεια ότι
πολλά χωριά, το ένα μετά το άλλο για να σωθούν, είχαν προσκυνήσει ή ήταν έτοιμα
να προσκυνήσουν. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους μοίραζαν προστασία και αξιώματα
στους προσκυνημένους και ξέσπαγαν εναντίον των Χριστιανών.
Ό Σαγιάς τα ζούσε όλα αυτά στα μέρη της Πάτρας
πού πολεμούσε. Έβλεπε τώρα τη λευτεριά να χάνεται, τα όνειρα του να ζήσει
ελεύθερος να μένουν όνειρα και τον έπιανε το παράπονο. Φαντάζεσαι λοιπόν τι
έγινε όταν μία ημέρα ο Καπετάνιος του τού έδειξε ένα φιρμάνι της Πόλης πού τον
ονόμαζε Μπέη. Τού είπε ότι ό Μπραΐμης τον κάλεσε στην Πάτρα τού ζήτησε να
προσκυνήσει και αυτός δέχθηκε. Ό Σουλτάνος τον έκανε Μπέη και ότι μεγάλο αξίωμα
θα είχε και αυτός αν δεχόταν να προσκυνήσει.
Ό Σαγιάς δεν είπε λέξη, άλλα αμέσως έφυγε για το σπίτι του να το
σκεφθεί. Το σκέφθηκε από εδώ το σκέφθηκε από εκεί και τέλος αποφάσισε. Πήγε σε
ένα Μοναστήρι κοντά στα Καλάβρυτα βρήκε τον Κολοκοτρώνη και τού ζήτησε την άδεια
να σκοτώσει τον προσκυνημένο γυναικάδελφο του. Ό Κολοκοτρώνης δέχθηκε. Γρήγορα
όμως ό Σαγιάς μετάνιωσε. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτός ό φονιάς τού αδελφού
του. Καινούργιος Κάιν θα γινόταν; Όχι δε θα το έκανε ποτέ αυτό, ας Τούρκεψε ό
γυναικάδελφός του. Αποφάσισε λοιπόν να πάρει τη γυναίκα του και ό,τι από το βιός
του μπορούσε και να φύγει, να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε για να ζήσει
άγνωστος σε άγνωστους.
Ήρθε λοιπόν και έγινε ψυχογιός σε κάποιον στο Μπαλί. Το ξέρεις το χωριό
πού είναι πάνω από το Πεταλίδι.
Θα περάσει αρκετός καιρός όταν μια μέρα εκεί πού όργωνε με τα βόδια είδε να τον
πλησιάζουν τέσσερα αρματωμένα παλικάρια. Το ένα από αυτά του φάνηκε γνωστό.
-Κερατά Σαγιά. Σκυλί μαύρο. Τουρκόσπορε τού
είπαν. Νόμισες ότι θα μας γλιτώσεις. Παρακάλεσε τώρα τον Αλλάχ σου να σε δεχθεί
στον Παράδεισο του γιατί θα πεθάνεις.
-Ποιόν Αλλάχ ρε παιδιά; Τι είναι αυτά πού μου
λέτε; Ποιος προσκύνησε; Τι θέλετε από μένα; Τόλμησε να ρωτήσει.
-Τότε γιατί δεν έκανες εκείνα πού σε διέταξε ο Κολοκοτρώνης άλλα
εξαφανίσθηκες; Του είπαν. Νόμισες ότι δε θα σε βρούμε ε... Τώρα πού έχουμε
Πατρίδα. Τώρα πού έχουμε Κυβερνήτη εσείς είσασθε προσκυνημένοι με τους Τούρκους;
Να μην στα πολυλογώ τού έδωσαν ένα γράμμα από το γέρο Κολοκοτρώνη με
εντολή να σκοτώσει τον πρώην Καπετάνιο του, πράγμα που ο Σαγιάς δέχτηκε και
εκτέλεσε την εντολή.
Όταν γύρισε δεν είπε τίποτε στη γυναίκα του άλλα
μάζεψε τα λίγα πράγματα του και ήρθε και εγκαταστάθηκε στους Χαλιάδες2
στο γκρεμισμένο σπίτι πού είναι λίγο πάνω από το δικό μας. Δεν είπε τίποτα σε
κανέναν για το ποιος είναι πώς λέγεται άλλα εξακολουθούσε να ζει άγνωστος. Για
τους συγχωριανούς και τους φίλους του ήταν ό άνθρωπος από του Μπαλί.
Ζούσε ήσυχα και όσο ό καιρός περνούσε άρχισε να
φτιάχνει το σπιτικό του. Στο μεταξύ ό θεός του είχε χαρίσει και δύο παιδιά.
Κάποτε και μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου ό Μπραΐμης με το ασκέρι του
μαζεύτηκαν στην Πύλο για να φύγει για την Αραπιά. Ό στρατός του από το Πεταλίδι
μέχρι την Κορώνη μαζεύτηκε στο Πεταλίδι και αποικεί ακολούθησε το δρόμο
Πουλυστάρι, Πέρα, Χαλαμπρέζα (Καλοχώρι), Βελί (Μεσσοπόταμος), Χανδρινός, Πύλος.
Στο πέρασμα του δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Κινδύνευαν άνθρωποι, ζώα, σπίτια ακόμα
και τά δέντρα. Ό Σαγιάς βρισκόταν κάπου στο κάστρο στην Αγία Παρασκευή3
κι έβοσκε τα γίδια του όταν είδε τον Τουρκικό στρατό να έρχεται. Ό ίδιος δεν
ήταν στο δρόμο του άλλα θα περνούσαν από το σπίτι του. Δεν μπορούσε να προσφέρει
καμία βοήθεια στη γυναίκα και τα παιδιά του γιατί οι Τούρκοι θα έφθαναν εκεί
πολύ πριν από αυτόν. Σε λίγο από εκεί μακριά είδε το σπιτικό του να καίγεται.
Καθισμένος λίγο αργότερα σε μια πέτρα δίπλα στα
αποκαΐδια δεν ήξερε τι και ποιόν να πρωτοκλάψει. Για αρκετές ώρες έμεινε
εκεί να κλαίει τη γυναίκα και τα παιδιά του πού ή τα σκότωσαν ή τα πήραν οι
Τούρκοι. Παραμιλούσε και έλεγε: «Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν έπρεπε να χύσω
αδελφικό αίμα. Ό θεός με τιμώρησε γι' αυτό. Καλύτερα να είχα πεθάνει... Άλλα
γιατί θεέ μου, εγώ σε όλη μου τη ζωή για την πίστη μου και την πατρίδα μου
αγωνίσθηκα. Ό,τι έκανα για αυτά τα δύο το έκανα. Γιατί θεέ μου... γιατί».
Ό ήλιος για μια ακόμη φορά χάθηκε πίσω από το
Λυκόδημο και το σκοτάδι άρχισε σιγά—σιγά να κάνει την εμφάνιση του, όταν μια
παιδική φωνούλα έσκισε τον αέρα και έφθασε στ' αυτιά του «Μπαμπά - Μπαμπά».
Γύρισε είδε τα δύο παιδιά και τη γυναίκα του και άνοιξε την αγκαλιά του να τους
δεχθεί. Του είπαν ότι όταν κατάλαβαν τους Τούρκους έφυγαν και κρύφτηκαν σε μια
βατουλιά απέναντι στο «Λόγγο του Χοντρού». Του είπαν ότι ήταν θέλημα του Θεού να
ζήσουν. Του είπαν ότι ένα σκυλί από αυτά πού είχαν οι Αραπάδες να ξετρυπώνουν
τους ραγιάδες, πέρασε από δίπλα τους, τους κοίταξε άλλα δεν τους γαύγισε, λες
και κάποιος του έκλεισε το στόμα. Την επομένη το πρωί πήγε στην εκκλησούλα πού
είναι απέναντι στα Θεοδωρακοπλέικα να ευχαριστήσει την Παναγία.
Ή Ελλάδα σε λίγο καιρό έγινε κράτος ελεύθερο. "Έγιναν οι πρώτοι Δήμοι
και ακολούθησε ή πρώτη απογραφή του πληθυσμού. Ο Σαγιάς είχε αποκτήσει και άλλα
παιδιά. Κανένας από τους γνωστούς, τους φίλους του, τους συγχωριανούς του δεν
γνώριζε το πραγματικό του επώνυμο. Για όλους ήταν ο άνθρωπος από του Μπαλί «ο
Μπαλιώτης». Με αυτό το επώνυμο δήλωσε και την οικογένεια του στο Δήμο.
Τα χρόνια όμως πέρασαν. Τώρα είχε αποχτήσει ο,τι είχε ονειρευτεί στα
παιδικά του χρόνια. Ήταν ελεύθερος, είχε πατρίδα, είχε οικογένεια. Τα παιδιά του
είχαν μεγαλώσει. Το μονό του παράπονο ήταν πού ή γυναίκα του έφυγε σχετικά
γρήγορα, χωρίς ποτέ να μάθει πώς ο άνδρας της ήταν ο φονιάς του αδελφού της.
Τώρα πια γέρος και αδύναμος περίμενε το τέλος του. Ζήτησε λοιπόν τον παπά του
χωριού για να εξομολογηθεί άλλα ήθελε να είναι παρών και ο μεγαλύτερος γιος του.
Εκεί τους είπε όλα όσα είχε κάνει στη ζωή του ποιος ήταν και από πού ερχόταν.
Όταν τελείωσε και ζήτησε να του διαβάσει ο παπάς την ευχή τον ρώτησε:
-Γέρο-Σαγιά ή Γέρο-Μπαλιώτη, πες μας ειλικρινά, μετάνιωσες για όλα αυτά πού
έκανες; Ο γερο-Μπαλιώτης δεν μίλησε. Από το μυαλό του πέρασαν ο θάνατος του
πατέρα του από τους Τούρκους, τα παιδικά του χρόνια πού τα πέρασε στη σκλαβιά,
οι αγώνες πού έκανε για τη λευτεριά της πατρίδας του. Θυμήθηκε τα χρόνια πού
έζησε ελεύθερος, θυμήθηκε ότι η λευτεριά κόντεψε να πεθάνει από τους
προσκυνημένους, θυμήθηκε…
Ανασηκώθηκε λίγο στο στρώμα πού ήταν ξαπλωμένος
και με όση δύναμη είχε ή φωνή του είπε:
-Όχι παπά και γιέ μου δεν μετάνιωσα και αν ήταν δυνατόν να ξαναζήσω από
την αρχή πάλι τα ίδια θα έκανα. Θέλω μόνο μία τελευταία χάρη. Να με συγχωρέσει ο
Θεός και ή γυναίκα μου από εκεί πού βρίσκεται και από εσάς να μην πείτε τίποτε
μέχρι πού να κλείσω τα μάτια μου.
Του το υποσχέθηκαν...».
Κάπου εδώ τελείωσε την Ιστορία του ο παππούς μου
εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, του 1949-50. Εκείνο πού είδα ήταν ή προσπάθεια του
να σκουπίσει ένα δάκρυ πού κύλησε στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.
-Κλαις παππού. Τόλμησα να ρωτήσω.
-Όχι παιδί μου, συγκινήθηκα λίγο. Δεν είναι
τίποτα. Ξέρεις ποιος ήταν εκείνος ο Σαγιάς πού έγινε Μπαλιώτης. Ήταν ο πατέρας
του παππού μου και ο μεγαλύτερος του γιος ο παππούς μου.
Σήμερα μετά από 50 χρόνια αφού «διάβασα» μπορώ να σου ειπώ παππού αν με
ακούς από εκεί πού είσαι, ότι νομίζω πώς έμαθα πώς τον έλεγαν εκείνο τον
προσκυνημένο Καπετάνιο πού τον σκότωσε ο Σαγιάς. Τον έλεγαν Νενέκο, Δημήτρη
Νενέκο.
1. Σταύρος Μπαλιώτης του Αντωνίου 1870-1952.
2. Τοποθεσίες του οικισμού Αγίας Σωτήρας Κοινότητας Πανυπερίου.
3. Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη σ.58-59 «Εις τα 1826 όταν επρωτοπροσκύνησε είχα
διατάξει έναν λεγόμενο Σαγιά να τον σκοτώσει. Ο Σαγιάς μου εζήτησε την άδεια κι
εγώ είχα την όρεξιν, και πάλιν όταν άκουσα και εσκλάβωσε τους Έλληνες.Τον
εντεμπίχιασα με ένα γράμμα: άπιστε, διατί δεν τον σκοτώνεις, που ακόμη με τους
Τούρκους είναι αφού ήλθε ο Κυβερνήτης;» - Τότε ο Σαγιάς έσμιξε το Νενέκο και
εσκοτώθει ο Νενέκος. Ο Νενέκος είχε φερμάνι από την Πύλη και τον έλεγαν Μπέη
Νενέκο.
1 σχόλια:
Μία διαφορετική διήγηση για τον Νενέκο από απογονό του.
Δημοσίευση σχολίου